- επίατρος
- ο воен, майор медицинской службы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίατρος — ο αξιωματικός τής υγειονομικής υπηρεσίας τού στρατού με τον βαθμό τού ταγματάρχη … Dictionary of Greek
επίατρος — ο στρατιωτικός γιατρός με το βαθμό του ταγματάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε … Dictionary of Greek
Τράιμπερ, Ερρίκος — (Treiber, 1796 – 1882). Γερμανός γιατρός και φιλέλληνας, ο αρχαιότερος γιατρός της υγειονομικής υπηρεσίας του ελληνικού στρατού. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και χειρουργική στο Παρίσι. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, μαζί με… … Dictionary of Greek